βιώλεθρος

βιώλεθρος
βιώλεθρος, -ον (AM)
ο καταστρεπτικός για τη ζωή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βίος + όλεθρος (πρβλ. αξιώλεθρος, λεώλεθρος κ.ά.)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • βιώλεθρος — destructive of life masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βι(ο)- — α συνθετικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < βίος. Χρησιμοποιείται ως α συνθετικό σε πολλές λέξεις της Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση με τη ζωή ή τα έμβια όντα. Πρβλ. βιολόγος, βιομήχανος αρχ. βιαρκής, βιοδότης,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”